- φιτίλι
- mèche
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
φιτίλι — το, Ν 1. η θρυαλλίδα διαφόρων φωτιστικών αντικειμένων ή συσκευών, άπτρα, ελλύχνιο (α. «φιτίλι κεριού» β. «φιτίλι τής καντήλας» γ. «φιτίλι τής λάμπας» δ. «φιτίλι αναπτήρα») 2. η θρυαλλίδα πυροδότησης όπλου, εκρηκτικής ύλης, εμπυρεύματος ή… … Dictionary of Greek
φιτίλι — το (λ. τουρκ.) 1. θρυαλλίδα, χοντρό νήμα κεριού, καντήλας, λυχναριού, λάμπας, που ανάβει: Σώθηκε το φιτίλι της καντήλας. 2. πυροδοτική θρυαλλίδα, άφτρα: Ο δυναμίτης παίρνει φωτιά με φιτίλι. 3. βύσμα έλκους που προκαλεί την αποχέτευση του πύου:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… … Dictionary of Greek
θρυαλλίδα — Ταινιοειδές κατασκεύασμα από εύφλεκτες ου σίες, το οποίο προορίζεται να μεταδίδει σε απόσταση και σε έναν προκαθορισμένο χρόνο την έναυση σε εκρηκτικές γομώσεις. Το εύφλεκτο υλικό, που αποτελείται συνήθως από μαύρη πυρίτιδα, περιέχεται σε έναν… … Dictionary of Greek
λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… … Dictionary of Greek
λουμίνι — το 1. φιτίλι καντηλιού 2. ο κάλυκας τού φυτού βαλλωτή, ο οποίος χρησιμοποιούνταν ως φιτίλι καντηλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. lumin] … Dictionary of Greek
μονόμυξος — μονόμυξος, ον (Α) (για λύχνο) αυτός που έχει μία μόνο θρυαλλίδα, ένα φιτίλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + μύξα «φιτίλι»] … Dictionary of Greek
ξεφιτιλίζω — τραβώ προς τα έξω και καθαρίζω το φιτίλι τού λυχναριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + φιτίλι] … Dictionary of Greek
προμύσσω — και αττ. τ. προμύττω Α 1. καθαρίζω, κόβω το φιτίλι τού λυχναριού («λύχνον ἑαυτὸν προμύσσοντα» λυχνάρι τού οποίου το φιτίλι αυτοκαθαρίζεται με εκτίναξη, Ήρων) 2. μτφ. αποσπώ χρήματα από κάποιον με κάθε τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μύσσω «βγάζω τη… … Dictionary of Greek
έκκαυμα — Μέσο για την πρόκληση έκρηξης μιας γόμωσης. Το έ. χρησιμοποιείται για να αποφευχθούν οι εύφλεκτες εκρηκτικές ύλες σε επικίνδυνες ποσότητες (όπως ο βροντώδης υδράργυρος), οι οποίες είναι πολύ ευαίσθητες στην κρούση. Τα βλήματα είναι συνήθως… … Dictionary of Greek
αρκεβούζιον — και αρκο και αρκιμπούζο, το (Μ ἀρκεβούζιον) 1. μεσαιωνικό όπλο με το οποίο μπορούσαν να εκτοξεύουν βέλη ή σφαιρικά πέτρινα βλήματα 2. εμπροσθογεμές τουφέκι που το πυροδοτούσαν με σφύρα και φιτίλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. archibugio ή archibuso, με… … Dictionary of Greek